- επεντίθημι
- ἐπεντίθημι, (AM)παρενθέτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επένθεση — η (AM ἐπένθεσις) [επεντίθημι] 1. παρεμβολή ανάμεσα 2. η ανάπτυξη μέσα σε λέξη ή ομάδα φωνημάτων ενός φωνήματος (που δεν έχει ετυμολογική προέλευση) νεοελλ. η μετατόπιση τού j πριν από τον έρρινο, υγρό ή συριστικό φθόγγο που προηγείται και ο… … Dictionary of Greek